πολυψηφία, η, ουσ. [<πολύ + ψήφος], η πλειοψηφία: «στα δημοκρατικά πολιτεύματα κυβερνάει η πολυψηφία»·
- η πολυψηφία κερδίζει, η πλειοψηφία κερδίζει. Συνήθως λεγόταν στην περίπτωση που κάποια παρέα, ιδίως παιδική, διαφωνούσε σε κάτι, π.χ. ποιο παιχνίδι να παίξει, μπάλα, κυνηγητό ή κάποιο άλλο. Τότε, αντί να ερωτηθεί απευθείας το κάθε παιδί ξεχωριστά, πράγμα που θα ξεχώριζε αμέσως η προτίμηση των πολλών και άρα το παιχνίδι που θα παιζόταν, συνηθιζόταν το παρακάτω τυπικό. Όλα τα παιδιά έκαναν κύκλο και τεντώνοντας τα χέρια τους μπροστά ανεβοκατέβαζαν τις παλάμες τους τεντωμένες, με τη μέσα όψη τους να βλέπει στη γη, ενώ κάποιο από αυτά ή και όλα μαζί συλλάβιζαν αργά και καθαρά τη φρ. η-πο-λυ-ψη-φία-κερ-δί-ζει. Μόλις το παιδί ή τα παιδιά έφταναν να συλλαβίσουν το –ζει, τότε, ανάλογα με το παιχνίδι που είχε επιλέξει από την αρχή το κάθε παιδί, ή άφηνε την παλάμη του με τη μέσα όψη της να βλέπει τη γη ή τη γύριζε ανάποδα και τη γη έβλεπε η ράχη της παλάμης του. Ένα παιδί μετρούσε τις παλάμες με τη μέσα όψη και ύστερα τις παλάμες με τη ράχη και ανάλογα παιζόταν και το παιχνίδι που προτιμούσε η πλειοψηφία.